Πήγα στη Μαρίνα Φλοίσβου, στο Φάληρο να δώ το αντιτορπιλικό ΒΕΛΟΣ και την αρχαία τριήρη. Ο καιρός βέβαια μιά χαρά, δροσιά στα πρόθυρα βροχής..όμως μ' αρέσει έτσι αυτή η μουντάδα, έτσι ξεκίνησα με τα πόδια.

O Asterix ήταν πολύ μπροστά στην εποχή του.

τον ΑΒΕΡΩΦ που είναι ένα πλήρες μουσείο, με την ιστορία του και με κατάστημα αναμνηστικών), έβγαλα πολλές φωτογραφίες, εδώ το έχω απο το πλάί και απο τη πλώρη πρός τα πίσω. Μου δώσανε και ένα φυλλαδιάκι για την ιστορία του, ειλικρινά περίμενα και κάτι ακόμη, το βρήκα το υλικό φτωχό, αδιάφορο κάτι άλλο έπρεπε να δώσει. Ισως οι αρμόδιοι εδεήσουν να ασχοληθούν και γι' αυτό το κομμάτι της ιστορίας μας. 
Πελώρια και όμορφη με γυαλιστερά ξύλα και κουπιά που λές και ήταν έτοιμη να σαλπάρει. Ούτε εκεί είχαν να μου δώσουν ένα βιβλιαράκι, κάτι αναμνηστικό, ένα φυλλάδιο παρά μόνο ό,τι φωτογραφίες απο το υπόμνημα δεξιά έβγαζα μόνη μου. Νευρίασα. Ηθελα κάτι παραπάνω, να διαβάσω για το έκθεμα με την ησυχία μου αργότερα. Κρίμα! Μέσα σε μισή ώρα είχα δεί 2 καράβια, ενώ στο ΑΒΕΡΩΦ είχα κάτσει 1,5 ώρα ωσπου να το δώ όλο!. Ετσι πήρα το δρόμο του γυρισμού, άλλα 2,5 χλμ με τα πόδια κάτω απο βροχή. (Τα μαστόρια βεβαίως είχαν πάρει τις βούρτσες τους και είχαν φύγει..θα το ξαναβάψουν το πεζοδρόμιο αύριο).
Ο γυρισμός στο σπίτι μου έφερε αναμνήσεις απο τα παιδικά μου χρόνια. Πέρασα απο ένα φούρνο και αγόρασα 2 φρατζόλες ψωμί, τη μία την έφαγα στο δρόμο - όπως τότε που ήμουνα μικρή και έναν καφέ. Ο θερινός κινηματογράφος κλειστός, μου κλείνει το μάτι: ραντεβού το άλλο καλοκαίρι, λέει. 
Προχωρώντας πρός το σπίτι μου περνάω απο την ακροθαλασσιά. Στα βραχάκια αυτά χοροπήδαγα όταν ήμουνα παιδί, δεν υπήρχαν ούτε προβλήτες τότε, ούτε προσχώσεις, ούτε μαρίνες , ούτε πάρκα. Η λεωφ. Ποσειδώνος στο ένα τρίτο του μεγέθους της είχε σπίτια απο τη μιά πλευρά και απο την άλλη βράχια και θάλασσα πλατιά και βαθιά. Σαν τα κατσίκια τρέχαμε στις πέτρες και βουτάγαμε, δεν φοβόμασταν τίποτα. Τώρα μόνο ψαράδες πάνε εκεί και αμα πιάσουν κανένα ψαράκι το ταϊζουνε στις γάτες ή στους γλάρους που παραμονεύουν.
Δεν πρόλαβα το ουρανιο τόξο. Μόνο τα πουλάκια που στέγνωναν σε κάποια κλαδιά
Με το που γύρισα στο σπίτι με περίμενε άλλη έκπληξη. Ενα δέμα απο ξένη χώρα με ένα βιβλίο μέσα
με θέμα τις προσπάθειές μου να μάθω να πλέκω (ώς τώρα άνευ διδασκάλου-αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, είναι απίστευτες οι βλακείες που κάνω, γερνάω μαμά και δεν πήζει το μυαλό μου). Είναι κάτι άνθρωποι που ακόμη κι αν έχουμε βρεθεί ελάχιστες φορές ή ποτέ πώς τα καταφέρνουν να ζούν μέσα μας; Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Με κέφι έφτιαξα σουτζουκάκια. Με δικές μου ντοματούλες όμως.




