Τετάρτη, Ιουλίου 20, 2011

Oικογενειακά τραπεζώματα

Ολοι και όλες σίγουρα θα έχετε πάει σε κάποια απ' αυτά, είτε σας σέρνουν οι γονείς σας με το στανιό, είτε γιατί επιβάλλεται να πάτε, είτε επειδή το τραπέζι το κάνετε εσείς.
Υπάρχει ένας κώδικας συμπεριφοράς σε αυτά τα τραπέζια, είτε γίνονται στο σπίτι, είτε εκτός δικού σας χώρου.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΡΗΤΩΣ οι κάτωθι συζητήσεις την ώρα που τρώμε.

1) Πάσης φύσεως ενδοσκοπήσεις ιατρικού περιεχομένου..
Δεν υπάρχει χειρότερο την ώρα που απολαμβάνεις το φαγάκι σου, να έχεις τον άλλο δίπλα να σου λέει τα της κολονοσκόπησης που υπέστη..τα παράγωγά της που γέμισαν το τόπο καθώς και τη ντροπή. Να τη βάλεις εκεί που ξέρεις τη κολονοσκόπηση "ααα! την έβαλες ήδη!! Βάλτη βαθύτερα. Στούμπωσέ τη και με φελλό". Μόνο σκάσε και άσε με να φάω". Αντίστοιχα καρκίνοι, θάνατοι, εμετοί, κλύσματα, εγχειρήσεις κλπ..ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ. Μιά φορά βέβαια που τους απαγόρεψα να λένε τέτοια στο σπίτι μου..βουβάθηκαν..Σα κηδεία ήταν το γεύμα και μετά όταν θα μπορούσαν άνετα να συζητήσουν περί Ιατρικής, δεν είχαν όρεξη..να φύγουν ήθελαν μόνο.

2) Πάσης φύσεως πολιτικά θέματα.
Να προσπαθείς να φάς, ενώ γύρω σου όλοι τσακώνονται με όλους, μερικοί έχουν σηκωθεί απο το κάθισμά τους και είναι έτοιμοι να πλακώσουν στο ξύλο τους απέναντι..οι τελευταίοι σηκώνουν τα μανίκια τους...Βρίζονται και σαρκάζουν αλλήλους..
Ανετα μετά το φαγητό, μπορείτε να βγείτε στο προαύλιο της ταβέρνας ή στο μπαλκόνι να σκοτωθείτε και να προσφέρετε και τζάμπα θέαμα. Ομως σου λένε, "αμα δε μπορούμε να μιλήσουμε για τα όσα γίνονται γύρω μας..με τους δικούς μας ανθρωπους, με ποιούς θα τα πούμε;" Καλά πάνω στη γαλοπούλα των Χριστουγέννων βρήκατε να μαλλιοτραβηχθείτε για το Κ(ω)μμα το καλό, να τα πείτε μετά!

3) Πάσης φύσεως δυσάρεστες κοινωνικές κριτικές
..ιδιαίτερα για τους απόντες. Οπου συχνά παραλαμβάνονται απο τις κοφτερές γλωσσοκοπάνες και τους αλλάζονται τα φώτα. Τρίζουν τα κόκκαλά τους. Το ενδιαφέρον τεράστιο, όλοι ορθώνουν τ' αυτιά τους..και οι κουτσομπόλες κορδώνονται. Αν φθάσουν τα σχόλια στ' αυτιά των μαδημένων κι αν είναι ψέμματα τότε γίνεται χαμός..γιατί θέλουν να αποκατασταθούν στα μάτια των συγγενών. Οπότε κάνουν εκείνοι τραπέζι χωρίς να καλέσουν αυτές/αυτούς που τους κακολόγησαν, ώστε να πάρουν έτσι το αίμα τους πίσω.. Αν είναι αλήθειες αυτά που ειπώθηκαν και τις μαθουν τα θύματα..τόσο το χειρότερο για τις γλωσσούδες. Μαλλι με μαλλί θα πιαστούν. Οι υπόλοιποι πρώτο τραπέζι πίστα.

4) Πάσης φύσεως κατηχήσεις.
Αυτό είναι το άκρον άωτον της γαϊδουριάς..οι μέν να τρώνε και οι δέ να κηρύττουν..απο τα θρησκευτικά δόγματα μέχρι το "τι έκανες στο πόλεμο, μπαμπά", κηρύγματα κατά/υπέρ μειονοτήτων, gay, ρατσισμού, Κρίσης (σε αυτή τη περίπτωση το κεφάλι τους έχει κρίση), δυσοίωνες προβλέψεις, καθώς και συμβουλές βάσει προσωπικής πείρας "ξέρω εγώ που στα λέω αυτά, είμαι παθούσα".. Στάχτη και Burberry. Κάποιος πάντα βρίσκεται και τους δίνει μία λεκτική κατακεφαλιά που τους αφήνει σέκους!. Καλή του/της ώρα! Να φάμε με ησυχία χωρίς ν ' ακούμε βλακείες.

"τι θα λέμε, τότε;" ρωτάει μία συγγενής. "Μας τα απαγόρεψες όλα".!!
Δεν θα μιλάτε, θα μασάτε μόνο!

"Θού Κύριε το στόματί μου!!" σταυροκοπιέται η συγγενής.. Μετά πιάνει το τηλέφωνο..ν' ανακοινώσει..τις απαγορεύσεις..Χαχα!

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2011

Τολό

Μιά φορά κι ένα καιρό .... ήταν ένα ψαροχώρι..κάπου στην Ελλάδα. Κάποιος, χωρίς το δικό του αυτοκίνητο (τέλος της δεκαετίας του '60) ηθελε 4 ώρες με το ΚΤΕΛ ώς τη μεγάλη πόλη-πρωτεύουσα του νομού και απο εκεί άλλη 1 ώρα με στάσεις για να καταλήξει στο ψαροχώρι μας. Το ψαροχώρι είχε 2 δρόμους, ένα να πάς και ένα να φεύγεις. !! Ο πρώτος πέρναγε μέσα απο το χωριό, αρχίζοντας απο τη μεγάλη αμμώδη παραλία μέχρι το τέλος του που ήταν το λιμάνι όπου έδεναν τα κρουαζερόπλοια. Με τους ξένους τουρίστες βέβαια. Ο δεύτερος παρέκαμπτε το χωριό και σε πήγαινε πρός την έξοδο απο τη πίσω μεριά..ώστε να μη βλέπεις τις αναμνήσεις που άφησες πίσω σου.
Στο χωριό υπήρχαν κάμποσα ξενοδοχεία, γιατί το λάτρευαν οι ξένοι τουρίστες, Γερμανοί, Σουηδέζες (που πέρναγαν με ένα καϊκι στο νησάκι απέναντι και κάνανε γυμνισμό και τις κυνηγούσαν οι παπάδες τάχα για τα ήθη τους), Αγγλοι, Ολλανδοί με τη μπύρα στο χέρι και οικογένειες με παιδιά. Τσούρμο τα παιδιά ξεχυνόμασταν παντού, άφοβα και κατάμαυρα απο την έκθεση στον ήλιο. Ούτε καπέλλα, ούτε αντιηλιακά, ούτε και τρόμος "μηηηηηηηηηη Γιαννάκη, θα σε πατήσει το τρόλεϋ". Πέφταμε συνεχώς κάτω, γδερνόμασταν, ανοίγαν μύτες, καρούμπαλα - κανείς γονιός δεν ασχολείτο..τα πλέναμε όλα στη θάλασσα και φτού κι απο την αρχή. Ολα ήταν χαλαρά και ελεύθερα.
Η πανσιόν που μέναμε ανήκε σε ένα Γερμανό που δούλευε με γκρούπς. Γνωστός του μπαμπά μου. Μπροστά ήταν πολύ όμορφο με βουκαμβίλια δένδρο και κήπο. Πίσω, η κυρία Μαρία που το φρόντιζε είχε κοτέτσι..για τα αυγά που έδινε στους πελάτες. Πλήθος οι κότες μπαινόβγαιναν..όχι στα δωμάτια..αλλά κυκλοφορούσαν στους κήπους με εμάς απο πίσω να τις κυνηγάμε και αντίστοιχα να μας τσιμπάει ο κόκκορας. Ο άνδρας της, ο Μίμης, ήταν ψαράς, μονίμως καθισμένος στις σκιές στο μουράγιο, μπάλωνε τα δίχτυα του. Και έλεγε ωραίες ιστορίες.
Το ψαροχώρι είχε ένα μεγάλο σουπερμάρκετ, καινοτομία όλης της περιοχής. Το είχε ενα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι την Αννα-Μαρία που ήταν συνομίληκό μου, παίζαμε μαζί. Απέναντι ήταν ο ορκισμένος εχθρός τους ο παλιός παντοπώλης που τους μούτζωνε 4 φορές την ημέρα, γιατί του κλέβανε πελάτες. Εβγαινε απο το μαγαζί του το πρωϊ "να ρε", κλείδωνε το μαγαζί του το μεσημέρι "να ρε" και αντίστοιχα μετά άλλες 2 φορές γιατί το σούπερμάρκετ ήταν ανοιχτό όλες τις ώρες ενώ εκείνος κοιμόταν τα μεσημέρια. Μία φορά μόνο δεν τους μούτζωσε και αυτό γιατί ήταν άρρωστος!
Υπήρχε ένα ωραίο γαλακτοπωλείο, όπου με έστελνε η μαμά μου να παίρνω γάλα και γαλατόπιττα που έφτιαχνε η ιδιοκτήτρια.. μούρλια . Την μισή την έτρωγα στο δρόμο. Πιο πέρα ήταν το μαγαζί του ψιλικατζή που πούλαγε και εφημερίδες, περιοδικά και κόμικς για τα παιδιά. Στέκι μας. Οι εφημεριδες ερχόντουσαν με το καθημερινό μεσημεριανό ΚΤΕΛ. Ολο το μεσημέρι το τσούρμο περίμενε την άφιξη του λεωφορείου..μετά πέφταμε στη μελέτη. Διαβάζαμε τα πάντα. Δεν υπήρχαν ακατάλληλα, όλα κατάλληλα για τη μαρίδα. Στο τέλος παίρναμε και μερικά.
Τα βράδυα οι γονείς μας, μας πήγαιναν σινεμα, είχε 2 υπαίθρια που άλλαζαν 3 φορές την εβδομάδα το έργο. Εκεί τρώγαμε σακούλια με πασατέμπους και πολλοί απο εμάς πέταγαν τις φλούδες στα χαλίκια κάτω. Το μυστήριο ήταν ότι την επομένη φορά που πηγαίναμε ήταν τα χαλίκια καθαρά..ποιός κακομοίρης τα μάζευε άραγε; Ολοι έβλεπαν τις ταινίες, και αυτοί που πλήρωναν εισιτήριο και οι τζαμπατζήδες που σκαρφάλωναν στα δένδρα και στη μάντρα γύρω απο το κινηματογράφο. Μερικές φορές η ταινία σταματούσε γιατί ο συγχισμένος ιδιοκτήτης κατάβρεχε με το λάστιχο τη μαρίδα που έβλεπε τζάμπα, τους πέταγε και πέτρες. Ερχόταν και ο συχωρεμένος Θανασης Βέγγος καμμιά φορά να δεί ταινία, όχι τις δικές του, άλλες, αστυνομικές. Τότε καθόμασταν σαν αγγελούδια, Βέγγος ήταν αυτός, ΘΕΟΣ. Οταν δεν είμασταν στο σινεμά, τρώγαμε σουβλάκια και μετά κάναμε βόλτες είτε με ποδήλατα, είτε με τα πόδια σε όλο το χωριό, παίζαμε διάφορα παιχνίδια ή και επιτραπέζια. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις τότε. Και το νυχτερινό μπάνιο ήταν απαγορευμένο για εμάς. Μόνο οι μεγάλοι πήγαιναν.
Υπήρχαν και κλάμπς στο ψαροχώρι μου, λίγο πιο έξω απο τα σπίτια για να μην ενοχλεί η μουσική. Εκεί πηγαίναμε κλεφτά και κυττάγαμε τις κοπέλλες που χόρευαν σφιχτά με τ' αγόρια τους, φιλιώντουσαν ή κάπνιζαν-έπιναν χρωματιστά ποτά αγναντεύοντας τη φεγγαράδα.. Ολες μας ευχόμασταν να είμασταν και εμείς μεγάλες..μόνο για τη στιγμή. Το αγαπημένο μου ήταν το Baloo. Με τα χαμηλά καναπεδάκια και τα πολύχρωμα φαναράκια.. Η πίστα είχε χρώματα απο κάτω, είχα χωθεί μέσα μιά φορά και στριφογύριζα επάνω της πρίν με πιάσουν τα γκαρσόνια και με βγάλουν έξω "τα παιδάκια απαγορεύονται".
Θυμάμαι τη θάλασσα αυτού του τόπου και τα ψάρια της. Μπαίναμε μέσα και πλήθος ψαράκια μας τσίμπαγαν τα πόδια..αχιβάδες μάζευα με το σακκούλι (ακόμη έχω μερικές σακκούλες), άμα ήταν γεμάτες, τις άνοιγα και έτρωγα το περιεχόμενο. Ποτέ δεν έπαθα τίποτα. Καθημερινή στάση στην "Ελβετίδα" παγωτατζίδικο. Παίρναμε χωνάκια με μπάλλες σπιτικού παγωτού που έβαζε απο πάνω σάλτσα σοκολάτας bitter. Χρέωνε εμάς τα παιδιά λιγώτερο απο τους μεγάλους, έτσι μας είχε μόνιμους πελάτες.
Κάποιες νύχτες που είχε φεγγάρι μας έπαιρναν οι πατεράδες μας πεζοπορία. Ηταν περιπέτεια και λίγο τρομαχτικά. Μας πήγαιναν στο διπλανό χωριό που είχε παραλία, μία ώρα περπάτημα απο χωματόδρομο..Είχαμε φακούς και πετσέτες γιατί υπήρχαν τρύπες στα βράχια με νυχτερίδες..που έπεφταν πάνω στα μαλλιά μας.. Ετσι κουκουλονόμασταν με τις πετσέτες..για να γλυτώσουμε. Φθάναμε στη παραλία της Πλάκας και εκεί τα μεγαλύτερα παιδιά ανάβανε φωτιά. Κάποιοι κάνανε νυχτερινό μπάνιο, οι μπαμπάδες κυρίως, εμείς όχι. Καθόμασταν έως αργά ..2 το πρωί, ίσως και αργότερα. Στο γυρισμό κοιμόμουνα στην αγκαλιά του μπαμπά μου. .. Πήγαινα σε αυτό το ψαροχώρι κάθε Ιούλιο μέχρι που έγινα 15 ετών. Μετά πέθανε ο μπαμπάς μου και σταμάτησα. Ομως δε ξέχασα τις γλυκές στιγμές που είχα ζήσει.
Εκτοτε ξαναπέρναγα 1 φορά κάθε 5-6 χρόνια, μήπως δώ κατι που να θυμίζει.. και κάθε φορά στενοχωριόμουνα.. το κέρδος είχε αντικαταστήσει τη πρωτόγονη ομορφιά.. Τσιμέντο, δυνατή μουσική απο τα σκυλάδικα, σπίτια πάνω στον αιγιαλό. Η μαγεία έχει κάνει φτερά. Ξαναπέρασα και πέρυσι, ένα Σάββατο μετά απο βροχή. Βρήκα το καμπαναριό στη θέση του. Είχε γίνει μεγάλη φασαρία παλιά γιατί όταν τελείωσε έφριξαν όλοι με το αρχιτεκτονικό του σχέδιο. Αηδία το ανέβαζαν, έκτρωμα το κατέβαζαν..
Παρόλλες τις αντιξοότητες..αυτό έμεινε και δυστυχώς έδεσε καλά με όλες τις περίτεχνες κατασκευές που κατασκευάστηκαν γύρω του, έκτοτε.
Το ψαροχώρι ύπάρχει ακόμη, μέσα μου. Μόνο εκεί.