Μιά φορά κι ένα καιρό .... ήταν ένα ψαροχώρι..κάπου στην Ελλάδα. Κάποιος, χωρίς το δικό του αυτοκίνητο (τέλος της δεκαετίας του '60) ηθελε 4 ώρες με το ΚΤΕΛ ώς τη μεγάλη πόλη-πρωτεύουσα του νομού και απο εκεί άλλη 1 ώρα με στάσεις για να καταλήξει στο ψαροχώρι μας. Το ψαροχώρι είχε 2 δρόμους, ένα να πάς και ένα να φεύγεις. !! Ο πρώτος πέρναγε μέσα απο το χωριό, αρχίζοντας απο τη μεγάλη αμμώδη παραλία μέχρι το τέλος του που ήταν το λιμάνι όπου έδεναν τα κρουαζερόπλοια. Με τους ξένους τουρίστες βέβαια. Ο δεύτερος παρέκαμπτε το χωριό και σε πήγαινε πρός την έξοδο απο τη πίσω μεριά..ώστε να μη βλέπεις τις αναμνήσεις που άφησες πίσω σου.
Στο χωριό υπήρχαν κάμποσα ξενοδοχεία, γιατί το λάτρευαν οι ξένοι τουρίστες, Γερμανοί, Σουηδέζες (που πέρναγαν με ένα καϊκι στο νησάκι απέναντι και κάνανε γυμνισμό και τις κυνηγούσαν οι παπάδες τάχα για τα ήθη τους), Αγγλοι, Ολλανδοί με τη μπύρα στο χέρι και οικογένειες με παιδιά. Τσούρμο τα παιδιά ξεχυνόμασταν παντού, άφοβα και κατάμαυρα απο την έκθεση στον ήλιο. Ούτε καπέλλα, ούτε αντιηλιακά, ούτε και τρόμος "μηηηηηηηηηη Γιαννάκη, θα σε πατήσει το τρόλεϋ". Πέφταμε συνεχώς κάτω, γδερνόμασταν, ανοίγαν μύτες, καρούμπαλα - κανείς γονιός δεν ασχολείτο..τα πλέναμε όλα στη θάλασσα και φτού κι απο την αρχή. Ολα ήταν χαλαρά και ελεύθερα.
Η πανσιόν που μέναμε ανήκε σε ένα Γερμανό που δούλευε με γκρούπς. Γνωστός του μπαμπά μου. Μπροστά ήταν πολύ όμορφο με βουκαμβίλια δένδρο και κήπο. Πίσω, η κυρία Μαρία που το φρόντιζε είχε κοτέτσι..για τα αυγά που έδινε στους πελάτες. Πλήθος οι κότες μπαινόβγαιναν..όχι στα δωμάτια..αλλά κυκλοφορούσαν στους κήπους με εμάς απο πίσω να τις κυνηγάμε και αντίστοιχα να μας τσιμπάει ο κόκκορας. Ο άνδρας της, ο Μίμης, ήταν ψαράς, μονίμως καθισμένος στις σκιές στο μουράγιο, μπάλωνε τα δίχτυα του. Και έλεγε ωραίες ιστορίες.
Το ψαροχώρι είχε ένα μεγάλο σουπερμάρκετ, καινοτομία όλης της περιοχής. Το είχε ενα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι την Αννα-Μαρία που ήταν συνομίληκό μου, παίζαμε μαζί. Απέναντι ήταν ο ορκισμένος εχθρός τους ο παλιός παντοπώλης που τους μούτζωνε 4 φορές την ημέρα, γιατί του κλέβανε πελάτες. Εβγαινε απο το μαγαζί του το πρωϊ "να ρε", κλείδωνε το μαγαζί του το μεσημέρι "να ρε" και αντίστοιχα μετά άλλες 2 φορές γιατί το σούπερμάρκετ ήταν ανοιχτό όλες τις ώρες ενώ εκείνος κοιμόταν τα μεσημέρια. Μία φορά μόνο δεν τους μούτζωσε και αυτό γιατί ήταν άρρωστος!
Υπήρχε ένα ωραίο γαλακτοπωλείο, όπου με έστελνε η μαμά μου να παίρνω γάλα και γαλατόπιττα που έφτιαχνε η ιδιοκτήτρια.. μούρλια . Την μισή την έτρωγα στο δρόμο. Πιο πέρα ήταν το μαγαζί του ψιλικατζή που πούλαγε και εφημερίδες, περιοδικά και κόμικς για τα παιδιά. Στέκι μας. Οι εφημεριδες ερχόντουσαν με το καθημερινό μεσημεριανό ΚΤΕΛ. Ολο το μεσημέρι το τσούρμο περίμενε την άφιξη του λεωφορείου..μετά πέφταμε στη μελέτη. Διαβάζαμε τα πάντα. Δεν υπήρχαν ακατάλληλα, όλα κατάλληλα για τη μαρίδα. Στο τέλος παίρναμε και μερικά.
Τα βράδυα οι γονείς μας, μας πήγαιναν σινεμα, είχε 2 υπαίθρια που άλλαζαν 3 φορές την εβδομάδα το έργο. Εκεί τρώγαμε σακούλια με πασατέμπους και πολλοί απο εμάς πέταγαν τις φλούδες στα χαλίκια κάτω. Το μυστήριο ήταν ότι την επομένη φορά που πηγαίναμε ήταν τα χαλίκια καθαρά..ποιός κακομοίρης τα μάζευε άραγε; Ολοι έβλεπαν τις ταινίες, και αυτοί που πλήρωναν εισιτήριο και οι τζαμπατζήδες που σκαρφάλωναν στα δένδρα και στη μάντρα γύρω απο το κινηματογράφο. Μερικές φορές η ταινία σταματούσε γιατί ο συγχισμένος ιδιοκτήτης κατάβρεχε με το λάστιχο τη μαρίδα που έβλεπε τζάμπα, τους πέταγε και πέτρες. Ερχόταν και ο συχωρεμένος Θανασης Βέγγος καμμιά φορά να δεί ταινία, όχι τις δικές του, άλλες, αστυνομικές. Τότε καθόμασταν σαν αγγελούδια, Βέγγος ήταν αυτός, ΘΕΟΣ. Οταν δεν είμασταν στο σινεμά, τρώγαμε σουβλάκια και μετά κάναμε βόλτες είτε με ποδήλατα, είτε με τα πόδια σε όλο το χωριό, παίζαμε διάφορα παιχνίδια ή και επιτραπέζια. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις τότε. Και το νυχτερινό μπάνιο ήταν απαγορευμένο για εμάς. Μόνο οι μεγάλοι πήγαιναν.
Υπήρχαν και κλάμπς στο ψαροχώρι μου, λίγο πιο έξω απο τα σπίτια για να μην ενοχλεί η μουσική. Εκεί πηγαίναμε κλεφτά και κυττάγαμε τις κοπέλλες που χόρευαν σφιχτά με τ' αγόρια τους, φιλιώντουσαν ή κάπνιζαν-έπιναν χρωματιστά ποτά αγναντεύοντας τη φεγγαράδα.. Ολες μας ευχόμασταν να είμασταν και εμείς μεγάλες..μόνο για τη στιγμή. Το αγαπημένο μου ήταν το Baloo. Με τα χαμηλά καναπεδάκια και τα πολύχρωμα φαναράκια.. Η πίστα είχε χρώματα απο κάτω, είχα χωθεί μέσα μιά φορά και στριφογύριζα επάνω της πρίν με πιάσουν τα γκαρσόνια και με βγάλουν έξω "τα παιδάκια απαγορεύονται".
Θυμάμαι τη θάλασσα αυτού του τόπου και τα ψάρια της. Μπαίναμε μέσα και πλήθος ψαράκια μας τσίμπαγαν τα πόδια..αχιβάδες μάζευα με το σακκούλι (ακόμη έχω μερικές σακκούλες), άμα ήταν γεμάτες, τις άνοιγα και έτρωγα το περιεχόμενο. Ποτέ δεν έπαθα τίποτα. Καθημερινή στάση στην "Ελβετίδα" παγωτατζίδικο. Παίρναμε χωνάκια με μπάλλες σπιτικού παγωτού που έβαζε απο πάνω σάλτσα σοκολάτας bitter. Χρέωνε εμάς τα παιδιά λιγώτερο απο τους μεγάλους, έτσι μας είχε μόνιμους πελάτες.
Κάποιες νύχτες που είχε φεγγάρι μας έπαιρναν οι πατεράδες μας πεζοπορία. Ηταν περιπέτεια και λίγο τρομαχτικά. Μας πήγαιναν στο διπλανό χωριό που είχε παραλία, μία ώρα περπάτημα απο χωματόδρομο..Είχαμε φακούς και πετσέτες γιατί υπήρχαν τρύπες στα βράχια με νυχτερίδες..που έπεφταν πάνω στα μαλλιά μας.. Ετσι κουκουλονόμασταν με τις πετσέτες..για να γλυτώσουμε. Φθάναμε στη παραλία της Πλάκας και εκεί τα μεγαλύτερα παιδιά ανάβανε φωτιά. Κάποιοι κάνανε νυχτερινό μπάνιο, οι μπαμπάδες κυρίως, εμείς όχι. Καθόμασταν έως αργά ..2 το πρωί, ίσως και αργότερα. Στο γυρισμό κοιμόμουνα στην αγκαλιά του μπαμπά μου. .. Πήγαινα σε αυτό το ψαροχώρι κάθε Ιούλιο μέχρι που έγινα 15 ετών. Μετά πέθανε ο μπαμπάς μου και σταμάτησα. Ομως δε ξέχασα τις γλυκές στιγμές που είχα ζήσει.
Εκτοτε ξαναπέρναγα 1 φορά κάθε 5-6 χρόνια, μήπως δώ κατι που να θυμίζει.. και κάθε φορά στενοχωριόμουνα.. το κέρδος είχε αντικαταστήσει τη πρωτόγονη ομορφιά.. Τσιμέντο, δυνατή μουσική απο τα σκυλάδικα, σπίτια πάνω στον αιγιαλό. Η μαγεία έχει κάνει φτερά. Ξαναπέρασα και πέρυσι, ένα Σάββατο μετά απο βροχή. Βρήκα το καμπαναριό στη θέση του. Είχε γίνει μεγάλη φασαρία παλιά γιατί όταν τελείωσε έφριξαν όλοι με το αρχιτεκτονικό του σχέδιο. Αηδία το ανέβαζαν, έκτρωμα το κατέβαζαν..
Παρόλλες τις αντιξοότητες..αυτό έμεινε και δυστυχώς έδεσε καλά με όλες τις περίτεχνες κατασκευές που κατασκευάστηκαν γύρω του, έκτοτε.
Το ψαροχώρι ύπάρχει ακόμη, μέσα μου. Μόνο εκεί.
Το ψαροχώρι είχε ένα μεγάλο σουπερμάρκετ, καινοτομία όλης της περιοχής. Το είχε ενα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι την Αννα-Μαρία που ήταν συνομίληκό μου, παίζαμε μαζί. Απέναντι ήταν ο ορκισμένος εχθρός τους ο παλιός παντοπώλης που τους μούτζωνε 4 φορές την ημέρα, γιατί του κλέβανε πελάτες. Εβγαινε απο το μαγαζί του το πρωϊ "να ρε", κλείδωνε το μαγαζί του το μεσημέρι "να ρε" και αντίστοιχα μετά άλλες 2 φορές γιατί το σούπερμάρκετ ήταν ανοιχτό όλες τις ώρες ενώ εκείνος κοιμόταν τα μεσημέρια. Μία φορά μόνο δεν τους μούτζωσε και αυτό γιατί ήταν άρρωστος!
Υπήρχε ένα ωραίο γαλακτοπωλείο, όπου με έστελνε η μαμά μου να παίρνω γάλα και γαλατόπιττα που έφτιαχνε η ιδιοκτήτρια.. μούρλια . Την μισή την έτρωγα στο δρόμο. Πιο πέρα ήταν το μαγαζί του ψιλικατζή που πούλαγε και εφημερίδες, περιοδικά και κόμικς για τα παιδιά. Στέκι μας. Οι εφημεριδες ερχόντουσαν με το καθημερινό μεσημεριανό ΚΤΕΛ. Ολο το μεσημέρι το τσούρμο περίμενε την άφιξη του λεωφορείου..μετά πέφταμε στη μελέτη. Διαβάζαμε τα πάντα. Δεν υπήρχαν ακατάλληλα, όλα κατάλληλα για τη μαρίδα. Στο τέλος παίρναμε και μερικά.
Τα βράδυα οι γονείς μας, μας πήγαιναν σινεμα, είχε 2 υπαίθρια που άλλαζαν 3 φορές την εβδομάδα το έργο. Εκεί τρώγαμε σακούλια με πασατέμπους και πολλοί απο εμάς πέταγαν τις φλούδες στα χαλίκια κάτω. Το μυστήριο ήταν ότι την επομένη φορά που πηγαίναμε ήταν τα χαλίκια καθαρά..ποιός κακομοίρης τα μάζευε άραγε; Ολοι έβλεπαν τις ταινίες, και αυτοί που πλήρωναν εισιτήριο και οι τζαμπατζήδες που σκαρφάλωναν στα δένδρα και στη μάντρα γύρω απο το κινηματογράφο. Μερικές φορές η ταινία σταματούσε γιατί ο συγχισμένος ιδιοκτήτης κατάβρεχε με το λάστιχο τη μαρίδα που έβλεπε τζάμπα, τους πέταγε και πέτρες. Ερχόταν και ο συχωρεμένος Θανασης Βέγγος καμμιά φορά να δεί ταινία, όχι τις δικές του, άλλες, αστυνομικές. Τότε καθόμασταν σαν αγγελούδια, Βέγγος ήταν αυτός, ΘΕΟΣ. Οταν δεν είμασταν στο σινεμά, τρώγαμε σουβλάκια και μετά κάναμε βόλτες είτε με ποδήλατα, είτε με τα πόδια σε όλο το χωριό, παίζαμε διάφορα παιχνίδια ή και επιτραπέζια. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις τότε. Και το νυχτερινό μπάνιο ήταν απαγορευμένο για εμάς. Μόνο οι μεγάλοι πήγαιναν.
Υπήρχαν και κλάμπς στο ψαροχώρι μου, λίγο πιο έξω απο τα σπίτια για να μην ενοχλεί η μουσική. Εκεί πηγαίναμε κλεφτά και κυττάγαμε τις κοπέλλες που χόρευαν σφιχτά με τ' αγόρια τους, φιλιώντουσαν ή κάπνιζαν-έπιναν χρωματιστά ποτά αγναντεύοντας τη φεγγαράδα.. Ολες μας ευχόμασταν να είμασταν και εμείς μεγάλες..μόνο για τη στιγμή. Το αγαπημένο μου ήταν το Baloo. Με τα χαμηλά καναπεδάκια και τα πολύχρωμα φαναράκια.. Η πίστα είχε χρώματα απο κάτω, είχα χωθεί μέσα μιά φορά και στριφογύριζα επάνω της πρίν με πιάσουν τα γκαρσόνια και με βγάλουν έξω "τα παιδάκια απαγορεύονται".
Θυμάμαι τη θάλασσα αυτού του τόπου και τα ψάρια της. Μπαίναμε μέσα και πλήθος ψαράκια μας τσίμπαγαν τα πόδια..αχιβάδες μάζευα με το σακκούλι (ακόμη έχω μερικές σακκούλες), άμα ήταν γεμάτες, τις άνοιγα και έτρωγα το περιεχόμενο. Ποτέ δεν έπαθα τίποτα. Καθημερινή στάση στην "Ελβετίδα" παγωτατζίδικο. Παίρναμε χωνάκια με μπάλλες σπιτικού παγωτού που έβαζε απο πάνω σάλτσα σοκολάτας bitter. Χρέωνε εμάς τα παιδιά λιγώτερο απο τους μεγάλους, έτσι μας είχε μόνιμους πελάτες.
Κάποιες νύχτες που είχε φεγγάρι μας έπαιρναν οι πατεράδες μας πεζοπορία. Ηταν περιπέτεια και λίγο τρομαχτικά. Μας πήγαιναν στο διπλανό χωριό που είχε παραλία, μία ώρα περπάτημα απο χωματόδρομο..Είχαμε φακούς και πετσέτες γιατί υπήρχαν τρύπες στα βράχια με νυχτερίδες..που έπεφταν πάνω στα μαλλιά μας.. Ετσι κουκουλονόμασταν με τις πετσέτες..για να γλυτώσουμε. Φθάναμε στη παραλία της Πλάκας και εκεί τα μεγαλύτερα παιδιά ανάβανε φωτιά. Κάποιοι κάνανε νυχτερινό μπάνιο, οι μπαμπάδες κυρίως, εμείς όχι. Καθόμασταν έως αργά ..2 το πρωί, ίσως και αργότερα. Στο γυρισμό κοιμόμουνα στην αγκαλιά του μπαμπά μου. .. Πήγαινα σε αυτό το ψαροχώρι κάθε Ιούλιο μέχρι που έγινα 15 ετών. Μετά πέθανε ο μπαμπάς μου και σταμάτησα. Ομως δε ξέχασα τις γλυκές στιγμές που είχα ζήσει.
Εκτοτε ξαναπέρναγα 1 φορά κάθε 5-6 χρόνια, μήπως δώ κατι που να θυμίζει.. και κάθε φορά στενοχωριόμουνα.. το κέρδος είχε αντικαταστήσει τη πρωτόγονη ομορφιά.. Τσιμέντο, δυνατή μουσική απο τα σκυλάδικα, σπίτια πάνω στον αιγιαλό. Η μαγεία έχει κάνει φτερά. Ξαναπέρασα και πέρυσι, ένα Σάββατο μετά απο βροχή. Βρήκα το καμπαναριό στη θέση του. Είχε γίνει μεγάλη φασαρία παλιά γιατί όταν τελείωσε έφριξαν όλοι με το αρχιτεκτονικό του σχέδιο. Αηδία το ανέβαζαν, έκτρωμα το κατέβαζαν..
Παρόλλες τις αντιξοότητες..αυτό έμεινε και δυστυχώς έδεσε καλά με όλες τις περίτεχνες κατασκευές που κατασκευάστηκαν γύρω του, έκτοτε.
Το ψαροχώρι ύπάρχει ακόμη, μέσα μου. Μόνο εκεί.
5 σχόλια:
Το είχα επισκεφτεί με σχολική εκδρομή και το θυμόμουν περίπου όπως κι εσύ. Σε νεότερη επίσκεψή και διαμονή μου, για μερικές ημέρες, πριν από 12, περίπου, χρόνια απεκόμισα την ίδια απογοήτευση με τη δική σου. Μόνη διέξοδος το φουσκωτό που με πήγαινε σε άλλα σημεία του υπέροχου κόλπου, που με αποζημίωναν για το αλαλούμ του Τολό.
Μερικά θέματα της ζωής μας, καλύτερα να μένουν εκεί, μόνο εκεί! Έτσι σώζονται..
....και δεν εχει ανακαλυφθει ακομα η μηχανη παγωματος χρονου...φτου!
Το είχα επισκεφτεί πριν από έξι χρόνια. Το πιο άσχημο μέρος που έχω πάει και με διαφορά. Δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι κάποτε υπήρξε όμορφο. START2
Ειμαι 43 ετων και σχεδον γεννηθηκα στο τολο αφου οι γονεις μου με πηγαν 3 μηνων για παραθερισμο.ολα τα καλοκαιρια μεχρι το 95 τα εκανα εκει.
Λυπαμαι που θα το πω,αλλα καθε φορα που πηγαινω απο τοτε-αραια και που-στενοχωριεμαι ακομα περισσοτερο.
Οι γερμανοι,σουηδοι,αγγλοι,γαλλοι,ιταλοι και αμερικανοι εχουν αντικατασταθει αποκλειστικα με ουγγρους και τσεχους.
τι να πρωτοθυμηθω?
τα σινεμα? σινε ρεξ και σινε τολο,που καθε φορα που περναγαμε απεξω γελουσαμε με την προσπαθεια των ιδιοκτητων να λοιδωρησει ο ενας τον αλλο προς οφελος του,παντα με καλη καρδια και στα ορια της πλακας.Θυμαμαι το ονομα αυτου που καθαριζε το σινε τολο.Βαγγελης!χοντρος και γραφικος που κρατουσε την ταξη στο σινεμα γιατι τα πιτσιρικια χαλουσαν τον κοσμο.
Η παραλια? που δε σωζεται με τιποτα πια,αφου οι μηχανικοι επι χουντας τα χτισανε ολα πανω της.
Τα μπαρ και η νυχτερινη ζωη?"regina club"."trip" που μετα εγινε "bonny" και αργοτερα η θρυλικη "Memory" με τις φοβερες μουσικες του Αγγελου.Tη hobby με DJ το Μιλτο(ακομα θυμαμαι πιτσιρικας το καλοκαιρι που επαιζαν εκει οι SOCRATES-1980).Το επισης θρυλικο μπαρ του Μητσεα "YANNIS BAR",με την επιγραφη απεξω : since 1971 still going strong,που τωρα ειναι καβα ποτων.
Οντως το μονο που εχει μεινει ειναι η δραπετευση με σκαφος στο κορωνησι και στο δασκαλειο και το φρεσκο ψαρακι οπως π.χ στον παλιο "καβουρα".
Οαση στη νυχτα του τολου,ο Χρηστακης με την ωραια μουσικη στο μπαρ του.
Δεν ειμαι ανθρωπος τον αναμνησεων και γι αυτο εφυγα τα καλοκαιρια απο κει,οπως και μια πλειαδα αθηναιων που γεμιζε το μερος τα καλοκαιρια.
Τη γνωμη μου για την καταστροφη του Τολου(που ειναι γνωμη και πολλων),δε θα την πω γιατι πολλοι θα στραφουν εναντιον μου.
Αστο καλυτερα!
Δημοσίευση σχολίου