Ιστορία για αγρίους ή για κάθε πικραμένο.
Ο κύριος Νίκος το 2011, μάζεψε τις ελιές απο το κτήμα του και κλάδεψε και τα δένδρα. Τα ξύλα απο το κλάδεμα τα έκανε σωρούς με σκοπό κάποια να κρατήσει για το χειμώνα και κάποια άλλα να τα διαθέσει. Ο κύριος Νίκος έχει και βοηθό τον Β. πρώην μετανάστη που έχει πάρει ελληνική υπηκοότητα και ζεί αξιοπρεπώς στη περιοχή με την οικογένειά του. Προσφέρει τα ξύλα στο Β και εκείνος με μεγάλη του χαρά δέχεται.
Περνάει το καλοκαίρι, τα ξύλα στο χωράφι του κυρίου Νίκου. Ερχεται ο Σεπτέμβρης με τα πρωτοβρόχια..
"Πάρε τα ξύλα σπίτι σου", λέει στο Β "άμα βραχούν θα καπνίζουν και δεν θα καίγονται εύκολα". Μαλιάζει η γλώσσα του.
"Καλά, καλά" απαντάει ο Β και δεν τα παίρνει.
Πέφτουν βροχές, καταιγίδες, γίνονται παπάρα τα ξύλα στο νερό και στις λάσπες..
Ερχεται μετά μία γειτόνισσα, που κάνει τη κακομοίρα, ιδιαίτερα πονηρή. Του κλαίγεται του κυρίου Νίκου για τα απίστευτα δεινά που πέσανε στο κεφάλι της. Κάθε που πάει να τον δεί του φέρνει ένα πεσκέσι, πότε γλυκό του κουταλιού, πότε ψωμί ζυμωμένο απο τα χεράκια της. ..και δώστου κλάμα Μάρθα Βούρτση. Στο τέλος της δίνει τα ξύλα ο κυρ Νίκος, αφού όπως απεδείχθει ο βοηθός δεν τα θέλει.
Μόλις φεύγουν τα ξύλα, ξυπνάει ο βοηθός, βλέπει τα ξύλα στην αυλή της γειτόνισσας και γίνεται Τούρκος, με το ζόρι της τα παίρνει και την απειλεί να της σπάσει στο ξύλο. Μετά παίρνει τον κυρ Νίκο τηλέφωνο και του κάνει παράπονα.
"Μου τα είχες υποσχθεθεί, γιατί τάδωσες σ' ΑΥΤΗΝ (την έτσι, την αλλιώς).." γίνεται ολόκληρο θέμα..
Ο κύριος Νίκος, φοβούμενος μη παρεξηγηθεί ο βοηθός και του φύγει, πάει στη γειτόνισσα της λέει ότι έκανε λάθος που της έδωσε τα ξύλα γιατί είχε ξεχάσει ότι τα είχε καπαρώσει. Μουτρώνει η γειτόνισσα και τον στολίζει με ότι λέξεις ξέρει και δεν ξέρει.
Τα μπαλώνει με το βοηθό του, αφού τον ξεχέζει και η γυναίκα του για τη κουταμάρα του.
Αίνιγμα : Ποιός πήρε τα ξύλα?
ΚΑΝΕΙΣ είναι η απάντηση.
Εμειναν στο χωράφι του κυρ Νίκου, φωλιά για τα φίδια. Γιατί ο βοηθός δεν τα ήθελε πραγματικά, γιατί αν τα ήθελε θα τα είχε πάρει όταν ήταν στεγνά. Ηλπιζε να τα κλέψει η γειτόνισσα, η οποία τον είχε παλια σκυλοβρίσει για την εθνικότητά του, ώστε να βρεί πάτημα να τη σπάσει στο ξύλο.
Τα ξύλα έμειναν και παραμένουν στο χωράφι του κ. Νίκου. Περιμένουν το κλέφτη που θα τα πάρει, μαζί με το μπερντάκι που θα του αναλογεί..
Για πολύ ξύλο λέμε η ελληνική ύπαιθρος.